ρουμάνι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρουμάνι τα ρουμάνια
      γενική του ρουμανιού των ρουμανιών
    αιτιατική το ρουμάνι τα ρουμάνια
     κλητική ρουμάνι ρουμάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ρουμάνι < τουρκική orman + (δάσος) [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ɾuˈma.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ρου‐μά‐νι
ομόηχο: Ρουμάνοι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ρουμάνι ουδέτερο

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]