σαπρογόνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαπρογόνος η σαπρογόνος
σαπρογόνα
το σαπρογόνο
      γενική του σαπρογόνου της σαπρογόνου
σαπρογόνας
του σαπρογόνου
    αιτιατική τον σαπρογόνο τη σαπρογόνο
σαπρογόνα
το σαπρογόνο
     κλητική σαπρογόνε σαπρογόνε
σαπρογόνα
σαπρογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπρογόνοι οι σαπρογόνοι
σαπρογόνες
τα σαπρογόνα
      γενική των σαπρογόνων των σαπρογόνων των σαπρογόνων
    αιτιατική τους σαπρογόνους τις σαπρογόνους
σαπρογόνες
τα σαπρογόνα
     κλητική σαπρογόνοι σαπρογόνοι
σαπρογόνες
σαπρογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαπρογόνος < σαπρ(ος) + -ο- + -γόνος

Επίθετο[επεξεργασία]

σαπρογόνος, -ος/-α, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]