σαρανταλείτουργο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαρανταλείτουργο τα σαρανταλείτουργα
      γενική του σαρανταλείτουργου των σαρανταλείτουργων
    αιτιατική το σαρανταλείτουργο τα σαρανταλείτουργα
     κλητική σαρανταλείτουργο σαρανταλείτουργα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σαρανταλείτουργο < μεσαιωνική ελληνική σαρανταλείτουργο < σαράντα + λειτουργία

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sa.ɾan.daˈli.tuɾ.ɣo/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σαρανταλείτουργο ουδέτερο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]