σινοελληνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σινοελληνικός η σινοελληνική το σινοελληνικό
      γενική του σινοελληνικού της σινοελληνικής του σινοελληνικού
    αιτιατική τον σινοελληνικό τη σινοελληνική το σινοελληνικό
     κλητική σινοελληνικέ σινοελληνική σινοελληνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σινοελληνικοί οι σινοελληνικές τα σινοελληνικά
      γενική των σινοελληνικών των σινοελληνικών των σινοελληνικών
    αιτιατική τους σινοελληνικούς τις σινοελληνικές τα σινοελληνικά
     κλητική σινοελληνικοί σινοελληνικές σινοελληνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σινοελληνικός < σινο- + ελληνικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο[επεξεργασία]

σινοελληνικός, -ή, -ό

  • που αφορά τις σχέσεις Ελλάδας και Κίνας
    Επιπλέον η έλλειψη απευθείας αεροπορικών συνδέσεων μεταξύ των δύο χωρών είναι ένα σημαντικό εμπόδιο που πρέπει να αρθεί με τη δρομολόγηση άμεσων πτήσεων μεταξύ των κύριων κινεζικών πόλεων και των ελληνικών νησιών και άλλων τουριστικών προορισμών, δήλωσε ο κ. Ζου Ξιαολί, πρεσβευτής της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας στην Ελλάδα, στην ομιλία που απηύθυνε στους συνέδρους στο πλαίσιο του σινοελληνικού σεμιναρίου συνεργασίας στον τουρισμό και προώθησης επενδύσεων για τους κλάδους της κρουαζιέρας και του γιότινγκ της επαρχίας Χαϊνάν. (*)

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]