σκαπετάω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σκαπετάω < σκαπετ(ώ) + -άω, (άμεσο δάνειο) ιταλική scappato με τροπή [a] > [e], μετοχή του scappare (ξεφεύγω, δραπετεύω) < δημώδης λατινική *excappāre < *excappō < ex + cappa
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ska.peˈta.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σκα‐πε‐τά‐ω
Ρήμα[επεξεργασία]
σκαπετάω/σκαπετώ (χωρίς παθητική φωνή)
- (ιδιωματικό) ξεφεύγω, διαφεύγω, δραπετεύω
- (ιδιωματικό παρωχημένο) αφού περάσω την κορυφή κάποιου λόφου, εξαφανίζομαι πίσω απ’ αυτήν
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- σκαπετίζω (σπανιότερο)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- σκαπέτης
- σκαπέτισμα
- σκαπουλάρισμα
- Δε σχετίζεται με το σκαπέτι (τσάπα) και το αρχαίο σκάπτω
Κλίση[επεξεργασία]
- → λείπει η κλίση → δείτε τη λέξη σκαπετίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σκαπετάω
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα δημώδη λατινικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ρήματα (νέα ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς παθητική φωνή (νέα ελληνικά)
- Ρήματα χωρίς μετοχή παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
- Ιδιωματικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Παρωχημένοι όροι (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες κλίσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)