σκαρπίνι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σκαρπίνι | τα | σκαρπίνια |
γενική | του | σκαρπινιού | των | σκαρπινιών |
αιτιατική | το | σκαρπίνι | τα | σκαρπίνια |
κλητική | σκαρπίνι | σκαρπίνια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σκαρπίνι < (άμεσο δάνειο) ιταλική scarpini (μπότες, παπούτσια)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /skaɾˈpi.ni/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σκαρπίνι ουδέτερο
- χαμηλό παπούτσι με κορδόνια, που αφήνει ακάλυπτους τους αστραγάλους
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σκαρπίνι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'τραγούδι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)