σλαυολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σλαυολόγος | οἱ | σλαυολόγοι | ||||
γενική | τοῦ | σλαυολόγου | τῶν | σλαυολόγων | ||||
δοτική | τῷ | σλαυολόγῳ | τοῖς | σλαυολόγοις | ||||
αιτιατική | τὸν | σλαυολόγον | τοὺς | σλαυολόγους | ||||
κλητική ὦ! | σλαυολόγε | σλαυολόγοι | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σλαυολόγος αρσενικό
- (καθαρεύουσα) σλαβολόγος (αρσενικό ή θηλυκό)
Πηγές[επεξεργασία]
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .