σούρτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σούρτης οι σούρτες
      γενική του σούρτη των σουρτών
    αιτιατική τον σούρτη τους σούρτες
     κλητική σούρτη σούρτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σούρτης < σύρτης με τροπή [i] > [u] λόγω της παρουσίας τού [ɾ][1] (→ δείτε και τη λέξη  σούρνω < σύρω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsuɾ.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σούρ‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σούρτης αρσενικό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις σύρτης και σύρω

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]