σούστα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | σούστα | οι | σούστες |
γενική | της | σούστας | — | |
αιτιατική | τη | σούστα | τις | σούστες |
κλητική | σούστα | σούστες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σούστα < (άμεσο δάνειο) βενετική susta (ελατήριο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σούστα θηλυκό
- ελατήριο
- ονομασία διαφόρων τοπικών, παραδοσιακών χορών στους οποίους οι χορευτές χορεύουν σαν να έχουν ελατήρια στα πόδια
- παλαιότερο είδος άμαξας με δύο τροχούς και ένα άλογο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ελατήριο
→ δείτε τη λέξη ελατήριο |
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)