σπεκουλάτσια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπεκουλάτσια < λατινική speculatio
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σπεκουλάτσια θηλυκό
- η κερδοσκοπία
- αβάσιμη θεωρία, ιδέα, όνειρο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σπεκουλάτσια
|