σπινορικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σπινορικός < σπίνορ(ας) + -ικός
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /spi.no.ɾiˈkos/ (αρσενικό)
- ΔΦΑ : /spi.no.ɾiˈci/ (θηλυκό)
- ΔΦΑ : /spi.no.ɾiˈko/ (ουδέτερο)