συναίτιος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
συναίτιος, -α, -ο
- αυτός ο οποίος ευθύνεται μαζί με κάποιον άλλο για ένα θέμα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συναίτιος
|