συρμάτινος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συρμάτινος η συρμάτινη το συρμάτινο
      γενική του συρμάτινου της συρμάτινης του συρμάτινου
    αιτιατική τον συρμάτινο τη συρμάτινη το συρμάτινο
     κλητική συρμάτινε συρμάτινη συρμάτινο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συρμάτινοι οι συρμάτινες τα συρμάτινα
      γενική των συρμάτινων των συρμάτινων των συρμάτινων
    αιτιατική τους συρμάτινους τις συρμάτινες τα συρμάτινα
     κλητική συρμάτινοι συρμάτινες συρμάτινα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρμάτινος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

συρμάτινος, -η, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]