σχοινοβασία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σχοινοβασία < σχοιν(ί) + -ο- + -βασία (< βαίνω, «προχωρώ») • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σχοινοβασία θηλυκό
- το περπάτημα πάνω σε τεντωμένο σχοινί ως ακροβατική παράσταση
- (μεταφορικά) η ριψοκίνδυνη ενέργεια
- οι οικονομικές σχοινοβασίες τον κατέστρεψαν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] σχοινοβασία