σχολιαρούδι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σχολιαρούδι | τα | σχολιαρούδια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | σχολιαρούδι | τα | σχολιαρούδια |
κλητική | σχολιαρούδι | σχολιαρούδια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχολιαρούδι < σχολειαρούδι (ορθογραφική απλοποίηση) < σχολείο + υποκοριστικό επίθημα -αρούδι
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /sxo.ʎaˈɾu.ði/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχολιαρούδι ουδέτερο
- (οικείο) (παρωχημένο) άλλη μορφή του σχολειαρούδι
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σχολιαρούδι
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'παιδάκι' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική ενικού (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με υποκοριστικό επίθημα -αρούδι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)