σχολειαρούδι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σχολειαρούδι τα σχολειαρούδια
      γενική
    αιτιατική το σχολειαρούδι τα σχολειαρούδια
     κλητική σχολειαρούδι σχολειαρούδια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σχολειαρούδι < σχολείο + υποκοριστικό επίθημα -αρούδι

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sxo.ʎaˈɾu.ði/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σχολειαρούδι ουδέτερο

  1. (οικείο) (παρωχημένο) ένας μικρός μαθητής
  2. (οικείο) (παρωχημένο) μαθητευόμενος σε κάποια ασχολία ή δουλειά

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]