σωθικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | σωθικά | ||
γενική | των | σωθικών | ||
αιτιατική | τα | σωθικά | ||
κλητική | σωθικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωθικά < μεσαιωνική ελληνική σωθικά < αρχαία ελληνική ἔσωθεν < ἔσω
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωθικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό
- (οικείο) τα εντόσθια, τα σπλάχνα και (γενικότερα) τα μέσα
- (λαϊκότροπο) τ' άντερα
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη έσω
Εκφράσεις[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς ενικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)