τεκνοποίησις
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | τεκνοποίησῐς | αἱ | τεκνοποιήσεις |
γενική | τῆς | τεκνοποιήσεως | τῶν | τεκνοποιήσεων |
δοτική | τῇ | τεκνοποιήσει | ταῖς | τεκνοποιήσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | τεκνοποίησῐν | τὰς | τεκνοποιήσεις |
κλητική ὦ! | τεκνοποίησῐ | τεκνοποιήσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | τεκνοποιήσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | τεκνοποιησέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεκνοποίησις < τεκνοποιέω < τέκνον + ποιέω / ποιῶ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τεκνοποίησις θηλυκό
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμις' θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)