τεταρτιάτικος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο τεταρτιάτικος η τεταρτιάτικη το τεταρτιάτικο
      γενική του τεταρτιάτικου της τεταρτιάτικης του τεταρτιάτικου
    αιτιατική τον τεταρτιάτικο την τεταρτιάτικη το τεταρτιάτικο
     κλητική τεταρτιάτικε τεταρτιάτικη τεταρτιάτικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι τεταρτιάτικοι οι τεταρτιάτικες τα τεταρτιάτικα
      γενική των τεταρτιάτικων των τεταρτιάτικων των τεταρτιάτικων
    αιτιατική τους τεταρτιάτικους τις τεταρτιάτικες τα τεταρτιάτικα
     κλητική τεταρτιάτικοι τεταρτιάτικες τεταρτιάτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεταρτιάτικος < κύριο όνομα Τετάρτη + επίθημα -άτικος

Επίθετο[επεξεργασία]

τεταρτιάτικος

  1. που αναφέρεται στην ημέρα της Τετάρτης
  2. ανήμερα της Τετάρτης

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]