τηλεβόλο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τηλεβόλο | τα | τηλεβόλα |
γενική | του | τηλεβόλου | των | τηλεβόλων |
αιτιατική | το | τηλεβόλο | τα | τηλεβόλα |
κλητική | τηλεβόλο | τηλεβόλα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τηλεβόλο < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τηλεβόλο ουδέτερο
- το πυροβόλο όπλο που μπορεί να κτυπήσει μακρινούς στόχους εκτοξεύοντας βαριά βλήματα, το κανόνι, το τόπι
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τηλεβόλο
|