τραπεζομάντιλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τραπεζομάντιλο τα τραπεζομάντιλα
      γενική του τραπεζομάντιλου των τραπεζομάντιλων
    αιτιατική το τραπεζομάντιλο τα τραπεζομάντιλα
     κλητική τραπεζομάντιλο τραπεζομάντιλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
τραπέζι με τραπεζομάντιλο

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραπεζομάντιλο < τραπέζι + μαντίλι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραπεζομάντιλο ουδέτερο

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]