τσίριγμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσίριγμα τα τσιρίγματα
      γενική του τσιρίγματος των τσιριγμάτων
    αιτιατική το τσίριγμα τα τσιρίγματα
     κλητική τσίριγμα τσιρίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
τσίριγμα < τσιρίζω + -μα

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

τσίριγμα ουδέτερο

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]