τσίτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το τσίτι τα τσίτια
      γενική του τσιτιού των τσιτιών
    αιτιατική το τσίτι τα τσίτια
     κλητική τσίτι τσίτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τσίτι < (άμεσο δάνειο) τουρκική çit < περσική چیت (chīt) < χίντι छींट (chhint) < σανσκριτική चित्र (citra, φωτεινός)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τσίτι ουδέτερο

  1. απλό βαμβακερό ύφασμα τυπωμένο με ζωηρόχρωμο σχέδιο
  2. ευτελές ύφασμα ή ρούχο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]