τυπολατρικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τυπολατρικός < τυπολάτρης / τυπολατρία + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
τυπολατρικός, -ή, -ό
- που έχει σχέση με την τυπολατρία ή τον τυπολάτρη ή αναφέρεται σ' αυτά
Συγγενικά[επεξεργασία]
- τυπολατρικά
- → δείτε τις λέξεις τυπολάτρης, τύπος και λατρεύω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
τυπολατρικός
|