υδραργυρούχος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υδραργυρούχος < υδράργυρος + -ούχος ( < έχω)
Επίθετο[επεξεργασία]
υδραργυρούχος, -α, -ο
- που περιέχει υδράργυρο
- υδραργυρούχα σκευάσματα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδραργυρούχος
|