υπερβόρειος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο υπερβόρειος η υπερβόρεια το υπερβόρειο
      γενική του υπερβόρειου της υπερβόρειας του υπερβόρειου
    αιτιατική τον υπερβόρειο την υπερβόρεια το υπερβόρειο
     κλητική υπερβόρειε υπερβόρεια υπερβόρειο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι υπερβόρειοι οι υπερβόρειες τα υπερβόρεια
      γενική των υπερβόρειων των υπερβόρειων των υπερβόρειων
    αιτιατική τους υπερβόρειους τις υπερβόρειες τα υπερβόρεια
     κλητική υπερβόρειοι υπερβόρειες υπερβόρεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

υπερβόρειος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

υπερβόρειος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]