υποδούλωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | υποδούλωση | οι | υποδουλώσεις |
γενική | της | υποδούλωσης* | των | υποδουλώσεων |
αιτιατική | την | υποδούλωση | τις | υποδουλώσεις |
κλητική | υποδούλωση | υποδουλώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, υποδουλώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- υποδούλωση < υπο-δουλώ(νω) + -ση
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υποδούλωση θηλυκό
- η στέρηση της ελευθερίας και της ανεξαρτησίας ενός λαού ή ενός ατόμου, που έχει περιέλθει στην άμεση εξουσία και δικαιοδοσία κάποιου άλλου
- η υποδούλωση των Eλλήνων στους Tούρκους
- (μεταφορικά) η ολοκληρωτική υποταγή σε κάποιο πάθος με την ταυτόχρονη απουσία ενεργητικής αντίδρασης
- η υποδούλωση στο αλκοόλ
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις υποδουλώνω, υπόδουλος και δούλος
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υποδούλωση