φιλεργατικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλεργατικός η φιλεργατική το φιλεργατικό
      γενική του φιλεργατικού της φιλεργατικής του φιλεργατικού
    αιτιατική τον φιλεργατικό τη φιλεργατική το φιλεργατικό
     κλητική φιλεργατικέ φιλεργατική φιλεργατικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλεργατικοί οι φιλεργατικές τα φιλεργατικά
      γενική των φιλεργατικών των φιλεργατικών των φιλεργατικών
    αιτιατική τους φιλεργατικούς τις φιλεργατικές τα φιλεργατικά
     κλητική φιλεργατικοί φιλεργατικές φιλεργατικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φιλεργατικός < φίλος και εργατικός

Επίθετο[επεξεργασία]

φιλεργατικός

  • που είναι ευνοϊκός προς τους εργάτες αλλά και ευρύτερα, φιλικός προς εργαζόμενους με σχετικά χαμηλό εισόδημα, οι οποίοι δεν είναι εργάτες βιομηχανικοί, αλλά απασχολούνται ως υπάλληλοι σε επιχείρηση άλλου χωρίς πάντως να είναι ανώτερα στελέχη

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]