φοβικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φοβικός | η | φοβική | το | φοβικό |
γενική | του | φοβικού | της | φοβικής | του | φοβικού |
αιτιατική | τον | φοβικό | τη | φοβική | το | φοβικό |
κλητική | φοβικέ | φοβική | φοβικό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φοβικοί | οι | φοβικές | τα | φοβικά |
γενική | των | φοβικών | των | φοβικών | των | φοβικών |
αιτιατική | τους | φοβικούς | τις | φοβικές | τα | φοβικά |
κλητική | φοβικοί | φοβικές | φοβικά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φοβικός < φοβία
Επίθετο[επεξεργασία]
φοβικός -ή -ό
- (ιατρική) που αναφέρεται σε μια φοβία
- φοβικό άγχος
- που αντιμετωπίζει με φόβο και καχυποψία οποιονδήποτε είναι διαφορετικός στο χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία, τη σεξουαλική ταυτότητα κ.λπ.