φοβικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοβικός η φοβική το φοβικό
      γενική του φοβικού της φοβικής του φοβικού
    αιτιατική τον φοβικό τη φοβική το φοβικό
     κλητική φοβικέ φοβική φοβικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοβικοί οι φοβικές τα φοβικά
      γενική των φοβικών των φοβικών των φοβικών
    αιτιατική τους φοβικούς τις φοβικές τα φοβικά
     κλητική φοβικοί φοβικές φοβικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φοβικός < φοβία

Επίθετο[επεξεργασία]

φοβικός -ή -ό

  1. (ιατρική) που αναφέρεται σε μια φοβία
    φοβικό άγχος
  2. που αντιμετωπίζει με φόβο και καχυποψία οποιονδήποτε είναι διαφορετικός στο χρώμα, τη φυλή, τη θρησκεία, τη σεξουαλική ταυτότητα κ.λπ.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]