φουκαράκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φουκαράκος οι φουκαράκοι
      γενική του φουκαράκου των φουκαράκων
    αιτιατική τον φουκαράκο τους φουκαράκους
     κλητική φουκαράκο φουκαράκοι
Κατηγορία όπως «υπνάκος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φουκαράκος < φουκαρ(άς) + υποκοριστικό επίθημα -άκος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φουκαράκος αρσενικό

  1. (υποκοριστικό) νεαρός φουκαράς
  2. συνώνυμο του φουκαρατζίκος
    χρειάζεται παράθεμα

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

για γλώσσες που δεν διαχωρίζουν το υποκοριστικό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε φουκαράς