φυγοκέντριση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φυγοκέντριση οι φυγοκεντρίσεις
      γενική της φυγοκέντρισης* των φυγοκεντρίσεων
    αιτιατική τη φυγοκέντριση τις φυγοκεντρίσεις
     κλητική φυγοκέντριση φυγοκεντρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυγοκεντρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φυγοκέντριση < φυγοκεντρ(ικός)) + -ιση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centrifugation) [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φυγοκέντριση θηλυκό

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]