φυγοκέντριση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φυγοκέντριση | οι | φυγοκεντρίσεις |
γενική | της | φυγοκέντρισης* | των | φυγοκεντρίσεων |
αιτιατική | τη | φυγοκέντριση | τις | φυγοκεντρίσεις |
κλητική | φυγοκέντριση | φυγοκεντρίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φυγοκεντρίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυγοκέντριση < φυγοκεντρ(ικός)) + -ιση (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική centrifugation) [1]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυγοκέντριση θηλυκό
- (χημεία) η διαδικασία διαχωρισμού των ουσιών που συνθέτουν ένα εναιώρημα υποβαλλόμενο σε φυγοκεντρικές δυνάμεις
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυγοκέντριση
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ φυγοκέντριση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χημεία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)