φυτοκόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φυτοκόμος < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.toˈko.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐το‐κό‐μος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φυτοκόμος αρσενικό ή θηλυκό
- ο επιστήμονας που ασχολείται με την φυτοκομία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φυτοκόμος