φωτογράφιση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φωτογράφιση οι φωτογραφίσεις
      γενική της φωτογράφισης* των φωτογραφίσεων
    αιτιατική τη φωτογράφιση τις φωτογραφίσεις
     κλητική φωτογράφιση φωτογραφίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φωτογραφίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
στούντιο φωτογράφισης

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φωτογράφιση < φωτογραφίζω + -ση

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

φωτογράφιση θηλυκό

  1. η ενέργεια του φωτογραφίζω (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
  2. (κατ’ επέκταση) η όλη διαδικασία που απαιτείται για να τραβηχτούν φωτογραφίες

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]