χελώνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | χελώνη | αἱ | χελῶναι |
γενική | τῆς | χελώνης | τῶν | χελωνῶν |
δοτική | τῇ | χελώνῃ | ταῖς | χελώναις |
αιτιατική | τὴν | χελώνην | τὰς | χελώνᾱς |
κλητική ὦ! | χελώνη | χελῶναι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | χελώνᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | χελώναιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- χελώνη < συγγενής με το χέλυς, αιολικός τύπος : χελύνα, με το χέλειον + -ώνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
χελώνη θηλυκό
- (ζωολογία) η χελώνα
- ↪ χελώνη χερσαία, χελώνη θαλασσία
- το όστρακο της χελώνας
- (μουσικό όργανο) η λύρα (επειδή πρωτοκατασκευάστηκε με όστρακο χελώνας)
- (νόμισμα) νόμισμα της Αίγινας με χελώνα στον εμπροσθότυπο
- (ελληνιστική σημασία) η δημιουργία σκέπης με ασπίδες (επειδή ήταν κυρτές), για την προστασία από τη βροχή ή τα εχθρικά βέλη-ακόντια-πέτρες σε επίθεση
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- χελώνη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χελώνη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ώνη (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζωολογία (αρχαία ελληνικά)
- Μουσικά όργανα (αρχαία ελληνικά)
- Νομίσματα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)