χτικιάζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

χτικιάζω < μεσαιωνική ελληνική κτικιάζω < ελληνιστική κοινή ἑκτικός (πυρετός: συνεχιζόμενος, για τον πυρετό της φυματίωσης) < αρχαία ελληνική ἕξις < ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *seǵʰ-

Ρήμα[επεξεργασία]

χτικιάζω

(λαϊκότροπο)
  1. (αμετάβατο) (παρωχημένο) παθαίνω φυματίωση
  2. (μεταβατικό) (παρωχημένο) κάνω κάποιον να πάθει φυματίωση
  3. (μεταφορικά) (αμετάβατο) ταλαιπωρούμαι υπερβολικά από πολλά βάσανα
  4. (μεταφορικά) (μεταβατικό) ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]