ψευδοδιλημματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
.
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψευδοδιλημματικός < ψευδοδίλημμα (γενική ψευδοδιλήμματ-ος) + -ικός
Επίθετο[επεξεργασία]
ψευδοδιλημματικός,ή,ό και ψευτοδιλημματικός
- που προκαλεί ψευδοδιλήμματα
- Οι ψευδοδιλημματικές καταστάσεις-αντιπαραθέσεις
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψευδοδιλημματικός