ψυχοβιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ψυχοβιολόγος < ψυχοβιολογία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < λόγιο ενδογενές δάνειο: Ρsychobiologie < psycho- + Biologie < αρχαία ελληνική ψυχή ψυχο- + βιο- + -λόγος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχοβιολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (ψυχολογία, επάγγελμα) ο επιστήμονας που ειδικεύτηκε και ασχολείται με την ψυχοβιολογία
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη ψυχοβιολογία
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχοβιολόγος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψυχο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα βιο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -λόγος (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ψυχολογία (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)