ψυχόπιτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψυχόπιτα | οι | ψυχόπιτες |
γενική | της | ψυχόπιτας | — | |
αιτιατική | την | ψυχόπιτα | τις | ψυχόπιτες |
κλητική | ψυχόπιτα | ψυχόπιτες | ||
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /psiˈxo.pi.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψυ‐χό‐πι‐τα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ψυχόπιτα θηλυκό
- (γαστρονομία, λαογραφία) πίτα ή είδος ψωμιού που μοιράζεται για να συγχωρεθούν οι ψυχές των τεθνεώτων
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ψυχόπιτα
|
Πηγές[επεξεργασία]
- ψυχόπιτα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πέστροφα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα ψυχό- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με συνθετικό 'πίτα' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Γαστρονομία (νέα ελληνικά)
- Λαογραφία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)