ωταλγικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ωταλγικός η ωταλγική το ωταλγικό
      γενική του ωταλγικού της ωταλγικής του ωταλγικού
    αιτιατική τον ωταλγικό την ωταλγική το ωταλγικό
     κλητική ωταλγικέ ωταλγική ωταλγικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ωταλγικοί οι ωταλγικές τα ωταλγικά
      γενική των ωταλγικών των ωταλγικών των ωταλγικών
    αιτιατική τους ωταλγικούς τις ωταλγικές τα ωταλγικά
     κλητική ωταλγικοί ωταλγικές ωταλγικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ωταλγικός < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

ωταλγικός, -ή, -ό

Μεταφράσεις[επεξεργασία]