αντίβαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αντίβαρο | τα | αντίβαρα |
γενική | του | αντίβαρου | των | αντίβαρων |
αιτιατική | το | αντίβαρο | τα | αντίβαρα |
κλητική | αντίβαρο | αντίβαρα | ||
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντίβαρο < αντί-+ βάρος + -ο, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική contrepoids[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /anˈdi.va.ɾo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ντί‐βα‐ρο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντίβαρο ουδέτερο
- βαρύ αντικείμενο από μέταλλο, τσιμέντο ή άλλο υλικό, που χρησιμοποιείται σε μοχλικούς μηχανισμούς, ώστε να μειωθεί η δύναμη που απαιτείται, προκειμένου να σηκωθεί ή να μετακινηθεί
- μεταλλικό αντικείμενο γνωστού και συγκεκριμένου βάρους που τοποθετείται σε μια ζυγαριά, προκειμένου να ζυγίσουμε κάτι που δεν γνωρίζουμε το βάρος του
- (μεταφορικά) κάτι που επιφέρει ισορροπία σε σχέσεις ή καταστάσεις
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντίβαρο
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ αντίβαρο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σίδερο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αντί- (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)