απότοκος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀπότοκος, απόκοτος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απότοκος η απότοκος
απότοκη
το απότοκο
      γενική του αποτόκου
απότοκου
της αποτόκου
απότοκης
του αποτόκου
απότοκου
    αιτιατική τον απότοκο την απότοκο
απότοκη
το απότοκο
     κλητική απότοκε απότοκε
απότοκη
απότοκο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απότοκοι οι απότοκοι
απότοκες
τα απότοκα
      γενική των αποτόκων
απότοκων
των αποτόκων
απότοκων
των αποτόκων
απότοκων
    αιτιατική τους αποτόκους
απότοκους
τις αποτόκους
απότοκες
τα απότοκα
     κλητική απότοκοι απότοκοι
απότοκες
απότοκα
Οι πρώτοι τύποι, λόγιοι, από την αρχαία κλίση. Οι δεύτεροι τύποι, νεότεροι.
Κατηγορία όπως «άπτερος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

απότοκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπότοκος [1] < ἀπό + αρχαία ελληνική τόκος < τίκτω (δημιουργώ, γεννώ), μορφολογικά αναλύεται από- + -τοκος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aˈpo.to.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πό‐το‐κος

Επίθετο[επεξεργασία]

απότοκος, -ος/-η, -ο

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]