βουβωνικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βουβωνικός η βουβωνική το βουβωνικό
      γενική του βουβωνικού της βουβωνικής του βουβωνικού
    αιτιατική τον βουβωνικό τη βουβωνική το βουβωνικό
     κλητική βουβωνικέ βουβωνική βουβωνικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βουβωνικοί οι βουβωνικές τα βουβωνικά
      γενική των βουβωνικών των βουβωνικών των βουβωνικών
    αιτιατική τους βουβωνικούς τις βουβωνικές τα βουβωνικά
     κλητική βουβωνικοί βουβωνικές βουβωνικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουβωνικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βουβωνικός[1] / βουβωνιακός < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /vu.vo.niˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐βω‐νι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

βουβωνικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με τον βουβώνα, ανήκει σ’ αυτόν ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική βουβωνικός βουβωνική τὸ βουβωνικόν
      γενική τοῦ βουβωνικοῦ τῆς βουβωνικῆς τοῦ βουβωνικοῦ
      δοτική τῷ βουβωνικ τῇ βουβωνικ τῷ βουβωνικ
    αιτιατική τὸν βουβωνικόν τὴν βουβωνικήν τὸ βουβωνικόν
     κλητική ! βουβωνικέ βουβωνική βουβωνικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ βουβωνικοί αἱ βουβωνικαί τὰ βουβωνικᾰ́
      γενική τῶν βουβωνικῶν τῶν βουβωνικῶν τῶν βουβωνικῶν
      δοτική τοῖς βουβωνικοῖς ταῖς βουβωνικαῖς τοῖς βουβωνικοῖς
    αιτιατική τοὺς βουβωνικούς τὰς βουβωνικᾱ́ς τὰ βουβωνικᾰ́
     κλητική ! βουβωνικοί βουβωνικαί βουβωνικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βουβωνικώ τὼ βουβωνικᾱ́ τὼ βουβωνικώ
      γεν-δοτ τοῖν βουβωνικοῖν τοῖν βουβωνικαῖν τοῖν βουβωνικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βουβωνικός < αρχαία ελληνική βουβών < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *beu-

Επίθετο[επεξεργασία]

βουβωνικός

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]