διακόνημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διακόνημα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διακόνημα (η εκκλησιαστική σημασία, μεσαιωνική)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ði̯aˈko.ni.ma/ (συγκρίνετε με το διακόνεμα)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐α‐κό‐νη‐μα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακόνημα ουδέτερο
- (θρησκεία) ορισμένη ασχολία που έχει ανατεθεί σε μοναχό από τον ηγούμενο ή τον πνευματικό του
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ και δείτε τη λέξη διάκονος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
διακόνημα
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | διακόνημᾰ | τὰ | διακονήμᾰτᾰ |
γενική | τοῦ | διακονήμᾰτος | τῶν | διακονημᾰ́των |
δοτική | τῷ | διακονήμᾰτῐ | τοῖς | διακονήμᾰσῐ(ν) |
αιτιατική | τὸ | διακόνημᾰ | τὰ | διακονήμᾰτᾰ |
κλητική ὦ! | διακόνημᾰ | διακονήμᾰτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διακονήμᾰτε | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διακονημᾰ́τοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'ὄνομα' όπως «ὄνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
διακόνημα
- εργασία (των δούλων ή των υπηρετών)
- (θρησκεία) υπηρεσία προς τον θεό
- (ελληνιστική σημασία , στον πληθυντικό) διακονήματα οικιακά σκεύη
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη διάκονος
Πηγές[επεξεργασία]
- διακόνημα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διακόνημα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'όνομα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Θρησκεία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ὄνομα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 3ης κλίσης ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δια- (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -μα (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θρησκεία (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)