διασταλτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- διασταλτικός < ελληνιστική κοινή διασταλτικός < αρχαία ελληνική διαστέλλω < διά + στέλλω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική dilatant)
Επίθετο[επεξεργασία]
διασταλτικός, -ή, -ό
- που είναι δυνατόν να διασταλεί ο ίδιος ή να προκαλέσει σε άλλον διαστολή
- (νομικός όρος) που αφορά επέκταση της ισχύος ενός νόμου σε θέματα που κανονικά δεν προβλέπει, αλλά περιλαμβάνονται στο γενικότερο πνεύμα του
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- διασταλτικά
- διασταλτικότητα
- → δείτε τις λέξεις διαστέλλω, διά και στέλλω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)