καιάδας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καιάδας οι καιάδες
      γενική του καιάδα των καιάδων
    αιτιατική τον καιάδα τους καιάδες
     κλητική καιάδα καιάδες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

καιάδας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική καιάδας

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ceˈa.ðas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: και‐ά‐δας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

καιάδας αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά, ιστορία) βάραθρο κοντά στην αρχαία Σπάρτη, όπου οι Σπαρτιάτες έριχναν κάποιες φορές αιχμαλώτους, κακούργους (κατά την παράδοση, και τόπος έκθεσης ανάπηρων μικρών παιδιών
  2. (μεταφορικά) απόρριψη, εξοβελισμός από κάποιο κοινωνικό σύνολο, έλλειψη αποδοχής
    ※  Υπόθεση όλων οι Καιάδες για τους ανθρώπους με αναπηρίες (* εφημερίδα Αυγή)

Άλλες γραφές[επεξεργασία]

  • Καιάδας

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική καιάδᾱς οἱ ...?...αι
      γενική τοῦ καιάδου
καιάδα (δωρικός)
τῶν καιαδῶν
      δοτική τῷ καιάδ τοῖς καιάδαις
    αιτιατική τὸν καιάδᾱν τοὺς καιάδᾱς
     κλητική ! καιάδ ...?...αι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  καιάδ
γεν-δοτ τοῖν  καιάδαιν
Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία
του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα.
Δεν γνωρίζουμε πώς τονίζεται η ονομαστική πληθυντικού.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]