κοινό κτήμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κοινό κτήμα | ||
γενική | του | κοινού κτήματος | ||
αιτιατική | το | κοινό κτήμα | ||
κλητική | κοινό κτήμα | |||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κοινό κτήμα < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική public domain. → δείτε τις λέξεις κοινός και κτήμα
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈno ˈkti.ma/
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κοινό κτήμα ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (νομικός όρος) το σύνολο των πνευματικών ή καλλιτεχνικών έργων, η ελεύθερη χρήση των οποίων δεν περιορίζεται από τον νόμο ή της οποίας οι νομικοί περιορισμοί έχουν λήξει
- ※ Στον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία και αρκετές χώρες της Ασίας και της Αφρικής, τα πνευματικά δικαιώματα προστατεύονται για μισόν αιώνα μετά τον θάνατο των δημιουργών, ενώ, αντιθέτως, στις ΗΠΑ και την Αυστραλία η νομοθεσία είναι τόσο αυστηρή, που κανένα νέο όνομα δεν εντάχθηκε στο λεγόμενο «public domain», ή «κοινό κτήμα», με την έναρξη του 2017.
- Χριστίνα Σανούδου (6 Ιανουαρίου 2017), 2017, έτος «απελευθέρωσης» σπουδαίων δημιουργών, Η Καθημερινή
- ※ Στον Καναδά, τη Νέα Ζηλανδία και αρκετές χώρες της Ασίας και της Αφρικής, τα πνευματικά δικαιώματα προστατεύονται για μισόν αιώνα μετά τον θάνατο των δημιουργών, ενώ, αντιθέτως, στις ΗΠΑ και την Αυστραλία η νομοθεσία είναι τόσο αυστηρή, που κανένα νέο όνομα δεν εντάχθηκε στο λεγόμενο «public domain», ή «κοινό κτήμα», με την έναρξη του 2017.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κοινό κτήμα
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς πληθυντικό (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Νομικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)