παράουρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παράουρος < πάρωρος < αρχαία ελληνική πάρωρος < παρά + ὥρα
Επίθετο[επεξεργασία]
παράουρος, -η, -ο
- που δεν είναι ή δεν συμβαίνει στην κανονική του ώρα
- (κατ’ επέκταση) κακοφτιαγμένος άνθρωπος, μη κανονικός
- (μεταφορικά) καθυστερημένος, παλαβός, τρελός, βλάκας