υδατοδρόμιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | υδατοδρόμιο | τα | υδατοδρόμια |
γενική | του | υδατοδρόμιου & υδατοδρομίου |
των | υδατοδρόμιων & υδατοδρομίων |
αιτιατική | το | υδατοδρόμιο | τα | υδατοδρόμια |
κλητική | υδατοδρόμιο | υδατοδρόμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
υδατοδρόμιο ουδέτερο
- (νεολογισμός) χώρος (σε θάλασσα, λίμνη, ποτάμι κ.λπ.) οριοθετημένος και κατάλληλος για την προσυδάτωση ενός ιπτάμενου οχήματος (αεροπλάνου, ελικοπτέρου κ.ά.)
- Το ενδιαφέρον της «για αδειοδότηση, κατασκευή και λειτουργία υδατοδρομίου» στην Καλαμάτα, εκδήλωσε και επίσημα, με επιστολή της στο δήμο, η εταιρεία. (*)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
υδατοδρόμιο