écurie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- écurie < écuyer
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
écurie | écuries |
écurie (fr) θηλυκό
- (παρωχημένο) το επάγγελμα του ιπποκόμου· (κατ’ επέκταση) χώρος για τους ιπποκόμους και τα άλογά τους
- ο στάβλος, το αχούρι
- το σύνολο των ζώων που βρίσκονται σ' έναν στάβλο
- écurie de courses, το σύνολο των αλόγων που τρέχουν σε μια ιπποδρομία· το σύνολο των αυτοκινήτων ή μοτοσικλετών που τρέχουν για μια μάρκα, το σύνολο των ποδηλατών μιας ομάδας, το σύνολο των υποψηφίων σε έναν διαγωνισμό που ετοιμάζονται με τον ίδιο διευθυντή σπουδών· το σύνολο των συγγραφέων που εργάζονται για τον ίδιο εκδοτικό οίκο