Αβρόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Αβρόρα | οι | Αβρόρες |
γενική | της | Αβρόρας | — | |
αιτιατική | την | Αβρόρα | τις | Αβρόρες |
κλητική | Αβρόρα | Αβρόρες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Αβρόρα θηλυκό
- γυναικείο όνομα, αντίστοιχο του Αυγή και του Ηώ
- (ουδέτερο, άκλιτο· ιστορία) ρωσικό καταδρομικό, του οποίου ο κανονιοβολισμός έδωσε το έναυσμα για την επιδρομή στα Χειμερινά Ανάκτορα του Πετρογκράντ (η Αγία Πετρούπολη), σηματοδοτώντας την έναρξη της Οκτωβριανής Επανάστασης στη Ρωσία το 1917, καθιστώντας το έτσι εμβληματικό της επανάστασης των μπολσεβίκων
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- λήμμα Αουρόρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αβρόρα
Αναφορές[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων - ονόματα από τα ρωσικά (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Γυναικεία ονόματα ξενικά (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)